- μετασχηματισμός
- ο (Α μετασχηματισμός) [μετασχηματίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετασχηματίζω, η μετατροπή, η μεταβολή σχήματος ή μορφής, η μεταμόρφωση, η μετάπλαση, η μεταποίηση («ἐπιφέρει τὸ πλῆθος τῶν ἐν μέρει μετασχηματισμῶν αὐτῆς», Στράβ.)νεοελλ.1. (στην πολιτική) αλλαγή τού σχήματος και τής σύνθεσης τού υπουργικού συμβουλίου2. στρ. μεταβολή τής διάταξης στρατιωτικής ή ναυτικής μονάδας διά μέσου κανονικών κινήσεων ή ελιγμών3. βιολ. α) μια από τις διαδικασίες μεταφοράς γενετικού υλικού υπό τη μορφή «γυμνού» δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέως, δηλαδή στερούμενου πρωτεϊνικού περιβλήματος, μεταξύ μικροβιακών κυττάρωνβ) μεταλλαγή ενός ζωικού κυττάρου στο οποίο έχει εισέλθει καρκινογόνος ιός4. (κοινων.) α) διαδικασία σταδιακής μάλλον και όχι ραγδαίας μεταβολής τών κοινωνικών δομώνβ) πλήρης μετατροπή ενός οικονομικο-κοινωνικού συστήματος σε άλλο5. μαθημ. η μετάβαση από ένα σχήμα ή ένα σύνολο στοιχείων σε ένα άλλο με τη θέση σε αντιστοιχία τών αμοιβαίων αυτών στοιχείων (α. «γεωμετρικός μετασχηματισμός» β. «γραμμικός μετασχηματισμός» γ. «ολοκληρωτικός μετασχηματισμός» δ. «μετασχηματισμός συντεταγμένων»)6. (ηλεκτρολ.) αλλαγή ενός συστήματος μεταβαλλόμενης τάσης και έντασης σε άλλο σύστημα τάσης και έντασης, τής ίδιας συχνότητας, αλλά γενικά διαφορετικών τιμών, με σκοπό τη μετάδοση ηλεκτρικής ενέργειας7. ιατρ. η αυτόματη ή μετά από χειρισμούς μεταβολή τής προβολής τού εμβρύουαρχ.αλλαγή θέσης, μεταβολή στάσης.
Dictionary of Greek. 2013.